- φαμιλιάριος
- και φαμελιάριος, ὁ, θηλ. φαμιλιαρίς, -ίδος, Μφαμιλιαρικός*. [ΕΤΥΜΟΛ. < λατ. familiaris (< familia) + κατάλ. -ιος].
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
υελιάριος — και ὑλιάριος, ὁ, Α υαλουργός. [ΕΤΥΜΟΛ. < ὕελος / ὑέλιον + κατάλ. (ι)άριος (πρβλ. φαμιλιάριος)] … Dictionary of Greek
φαμιλιαρίς — ίδος, ἡ, Μ βλ. φαμιλιάριος … Dictionary of Greek